θερμίου

θερμίου
θέρμιον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θερμίου — Θέρμιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”